- σφάζομαι
- σφάζωslaypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφάζομαι — σφάζομαι, σφάχτηκα, σφαγμένος βλ. πίν. 24 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αιμάσσω — (Α αἱμάσσω) νεοελλ. 1. είμαι ματωμένος, στάζω αίμα, αιμορραγώ 2. είμαι τραυματισμένος ψυχικά, υποφέρω αρχ. 1. κηλιδώνω, περιβρέχω κάτι με αίμα 2. τραυματίζω, πληγώνω 3. έχω το χρώμα τού αίματος 4. προκαλώ αιματηρό τέλος 5. (ως ιατρ. όρος) κάνω… … Dictionary of Greek
καρδιοσφάζομαι — (Μ) σφάζομαι στην καρδιά, ερωτεύομαι … Dictionary of Greek
ξανασφάζομαι — 1. σφάζομαι ξανά 2. (κυρίως μτφ.) στενοχωριέμαι και πάλι πάρα πολύ … Dictionary of Greek
ορεχθώ — ὀρεχθῶ, έω (Α) (αμφβλ. σημ.) 1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου 3.… … Dictionary of Greek